θυμάρμενος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_16)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμάρμενος''': -ον, = τῷ προηγ., Βακχυλ. 16. 71, Νικ. Ἀλεξιφ. 590, Καλλ. εἰς Ἥρ. 167.
|lstext='''θῡμάρμενος''': -ον, = τῷ προηγ., Βακχυλ. 16. 71, Νικ. Ἀλεξιφ. 590, Καλλ. εἰς Ἥρ. 167.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυμάρμενος]], -ον (Α)<br />[[θυμαρής]], [[ευχάριστος]], [[αγαπητός]] («θυμάρμενον [[τέρας]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] <span style="color: red;">+</span> [[άρμενος]] «προσαρμοσμένος, [[κατάλληλος]]», μεμονωμένη μτχ. του [[αραρίσκω]]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμάρμενος Medium diacritics: θυμάρμενος Low diacritics: θυμάρμενος Capitals: ΘΥΜΑΡΜΕΝΟΣ
Transliteration A: thymármenos Transliteration B: thymarmenos Transliteration C: thymarmenos Beta Code: quma/rmenos

English (LSJ)

ον,= foreg.,

   A τέρας B.16.71, cf. Nic.Al.577, Call.Dian. 167.

German (Pape)

[Seite 1222] dasselbe, εἶαρ Nic. Al. 590.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμάρμενος: -ον, = τῷ προηγ., Βακχυλ. 16. 71, Νικ. Ἀλεξιφ. 590, Καλλ. εἰς Ἥρ. 167.

Greek Monolingual

θυμάρμενος, -ον (Α)
θυμαρής, ευχάριστος, αγαπητός («θυμάρμενον τέρας», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + άρμενος «προσαρμοσμένος, κατάλληλος», μεμονωμένη μτχ. του αραρίσκω].