θύμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de poisson, <i>pê</i> l’ombre.<br />'''Étymologie:''' DELG ombre ; pê de [[θύμος]], à cause du parfum de sa chair.
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de poisson, <i>pê</i> l’ombre.<br />'''Étymologie:''' DELG ombre ; pê de [[θύμος]], à cause du parfum de sa chair.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θύμαλλος]])<br />[[γένος]] τελεόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύμον]] «[[θυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλλος</i>. Η [[ονομασία]] του ψαριού, την οποία δανείστηκε και η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>thymallus</i>, από την οποία ιταλ. <i>temolo</i>), οφείλεται στην αρωματική του [[σάρκα]]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύμαλλος Medium diacritics: θύμαλλος Low diacritics: θύμαλλος Capitals: ΘΥΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: thýmallos Transliteration B: thymallos Transliteration C: thymallos Beta Code: qu/mallos

English (LSJ)

ὁ, an unknown

   A fish, Ael.NA14.22.

German (Pape)

[Seite 1222] ὁ, ein Fisch, Ael. N. A. 14, 22.

Greek (Liddell-Scott)

θύμαλλος: ὁ, ἄγνωστός τις ἰχθύς, Αἰλ. π. Ζ. 14. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson, l’ombre.
Étymologie: DELG ombre ; pê de θύμος, à cause du parfum de sa chair.

Greek Monolingual

ο (Α θύμαλλος)
γένος τελεόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον «θυμάρι» + επίθημα -αλλος. Η ονομασία του ψαριού, την οποία δανείστηκε και η λατ. (πρβλ. λατ. thymallus, από την οποία ιταλ. temolo), οφείλεται στην αρωματική του σάρκα].