θρεπτήριος: Difference between revisions
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nourrit ; <i>subst.</i> τὰ θρεπτήρια nourriture, secours que donnent des enfants à leurs parents âgés;<br /><b>2</b> que l’on offre pour prix de soins nourriciers.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nourrit ; <i>subst.</i> τὰ θρεπτήρια nourriture, secours que donnent des enfants à leurs parents âgés;<br /><b>2</b> que l’on offre pour prix de soins nourriciers.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θρεπτήριος]], -ον (ΑΜ) [[θρεπτήρ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θρεπτήριον</i><br />[[τόπος]] διατροφής και ανατροφής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] και [[κατάλληλος]] να τρέφει, [[θρεπτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί<br /><b>3.</b> τα [[προς]] το ζην, η [[τροφή]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) α) <i>τὰ θρεπτήρια</i><br />η [[αμοιβή]] που δινόταν από τους γονείς σε τροφούς ή παιδαγωγούς τών παιδιών τους, τα [[θρέπτρα]]<br />β) τα έξοδα ανατροφής που ανταπέδιδαν τα [[παιδιά]] στους γονείς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A feeding, nourishing, μαστός A.Ch.545. II πλόκαμος Ἰνάχῳ θ. hair dedicated as a thank-offering to Inachus, ib. 6. III Subst. θρεπτήριον, τό,= θρεπτάριον, PLond.5.1708.248 (vi A.D.). 2 pl., θρεπτήρια, τά, reward for rearing, made to nurses by parents, h.Cer.168,223; also, return made by children for their rearing (Att. τροφεῖα), Hes.Op.188, Ael.VH2.7. b nourishment, τὰ . . νηδύος θ. S.OC1263.
German (Pape)
[Seite 1217] 1) ernährend, μασθός Aesch. Ch. 538; τὰ θρεπτήρια, al Nahrungsmittel, νηδύος Soph. O. C. 1265, b) Lohn für die Ernährung, Ammenlohn, ἀπὸ θρεπτήρια δοίη H. h. Cer. 168. 223, auch der Lohn, den die Kinder den Eltern erstatten, Hes. O. 186, s. τροφεῖον. – 2) ernährt, πλόκαμος Ἰνάχῳ θρ., die man für den In. hat wachsen lassen, Aesch. Ch. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui nourrit ; subst. τὰ θρεπτήρια nourriture, secours que donnent des enfants à leurs parents âgés;
2 que l’on offre pour prix de soins nourriciers.
Étymologie: τρέφω.
Greek Monolingual
θρεπτήριος, -ον (ΑΜ) θρεπτήρ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον
τόπος διατροφής και ανατροφής
αρχ.
1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός
2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί
3. τα προς το ζην, η τροφή
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) α) τὰ θρεπτήρια
η αμοιβή που δινόταν από τους γονείς σε τροφούς ή παιδαγωγούς τών παιδιών τους, τα θρέπτρα
β) τα έξοδα ανατροφής που ανταπέδιδαν τα παιδιά στους γονείς.