θορυβοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait du bruit, du tapage, qui cause du désordre.<br />'''Étymologie:''' [[θόρυβος]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui fait du bruit, du tapage, qui cause du désordre.<br />'''Étymologie:''' [[θόρυβος]], [[ποιέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θορυβοποιός]], -όν)<br />αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί [[ταραχή]], [[ταραχοποιός]], [[ταραξίας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί την [[προσοχή]] του κοινού με επιδεικτικές φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θόρυβος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]])].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβοποιός Medium diacritics: θορυβοποιός Low diacritics: θορυβοποιός Capitals: ΘΟΡΥΒΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thorybopoiós Transliteration B: thorybopoios Transliteration C: thoryvopoios Beta Code: qorubopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making an uproar, turbulent, πλῆθος Plu. Mar.28.

German (Pape)

[Seite 1215] Lärm machend, Unruhe anstiftend, aufrührerisch, Plut. Phoc. 16 Mar. 28.

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβοποιός: -όν, ὁ ποιῶν θόρυβον, ταραχώδης, Πλούτ. ἐν Μαρ. 28.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait du bruit, du tapage, qui cause du désordre.
Étymologie: θόρυβος, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θορυβοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί ταραχή, ταραχοποιός, ταραξίας
νεοελλ.
μτφ. αυτός που προκαλεί την προσοχή του κοινού με επιδεικτικές φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος + -ποιός (< ποιώ)].