θρους: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(17) |
(No difference)
|
Revision as of 07:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος)
νεοελλ.
χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα
μσν.-αρχ.
θόρυβος, κραυγή
αρχ.
1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα
2. φήμη, διάδοση
3. ο μουσικός ήχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. άθρους, αλλόθρους, αντίθρους, βαρύθρους, δημόθρους, διδυμόθρους, δίθρους, δύσθρους, ετερόθρους, εύθρους, ηδύθρους, ιερόθρους, ισόθρους, κακόθρους, λιγύθρους, λιπόθρους, μελίθρους, μιξόθρους, οιωνόθρους, πάνθρους, ποικιλόθρους, πολύθρους, σύνθρους, ταυρόθρους, τηλύθρους, χαλκόθρους].