ἱανογλέφαρος: Difference between revisions
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(CSV import) |
(17) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=i(anogle/faros | |Beta Code=i(anogle/faros | ||
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ον</b>,= <b class="b3">μαλακο-βλέφαρος</b>, prob. l. in <span class="bibl">Alcm.23.69</span>: | |Definition=[<b class="b3">ῐ], ον</b>,= <b class="b3">μαλακο-βλέφαρος</b>, prob. l. in <span class="bibl">Alcm.23.69</span>: | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱανογλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με βιολετί [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιο</i>-<i>γλέφαρος</i>, με [[παρέκταση]] [[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>κυανο</i>-(<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανο</i>-<i>βλέφαρος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,= μαλακο-βλέφαρος, prob. l. in Alcm.23.69:
Greek Monolingual
ἱανογλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιο-γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α' συνθετικό κυανο-(πρβλ. κυανο-βλέφαρος)].