θρυπτικός: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> brisé, énervé, mou, efféminé;<br /><b>2</b> dégoûté, qui fait le difficile.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> brisé, énervé, mou, efféminé;<br /><b>2</b> dégoûté, qui fait le difficile.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θρυπτικός]], -ή, -όν) [[θρύπτω]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] στο να συντρίβει<br /><b>2.</b> [[εύθραυστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> [[τρυφηλός]], [[μαλθακός]], [[φιλήδονος]]<br /><b>2.</b> [[σκληρός]], [[αυθάδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρυπτικώς</i> (Α θρυπτικῶς)<br />με τρόπο τρυφηλό, με [[μαλθακότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A able to break or crush, λίθων Dsc.1.121, cf. Gal.8.409. II Pass., easily broken: metaph., delicate, effeminate, X. Cyr.8.8.15 (Comp.), Mem.1.2.5; σώματα cj. in Max.Tyr.10.2; θ. τι προσφθέγγεσθαι D.C.51.12. Adv. -κῶς Ael.NA2.11, Poll.6.185. 2 saucy, πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael.VH3.12.
German (Pape)
[Seite 1220] zum Zerreiben geeignet, zerreibend, λίθων Galen. – Uebertr., weiblich, üppig, weibisch; θρυπτικώτεροι πολὺ νῦν ἢ ἐπὶ Κύρου εἰσί Xen. Cyr. 8, 8, 15; Sp.; θρυπτικόν τι προσεφθέγγετο D. Cass. 51, 12; spröde, πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael. V. H. 3, 12. – Adv. θρυπτικῶς, Ael. H. A. 2, 11; bei Poll. 6, 185 neben βλακικῶς, ἐκδεδιῃτημένως.
Greek (Liddell-Scott)
θρυπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ θραύσῃ ἢ συντρίψῃ, τινος Γαλην. ΙΙ. Παθ., εὔθραυστος· μεταφ., λεπτός, ἐκτεθηλυμμένος, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 15, Ἀπομν. 1. 2, 5· θρυπτικόν τι προσφθέγγεσθαι Δίων Κ. 51. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 2) σκληρός, τραχύς, αὐθάδης, πρὸς τοὺς ἐραστὰς ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 3. 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 brisé, énervé, mou, efféminé;
2 dégoûté, qui fait le difficile.
Étymologie: θρύπτω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θρυπτικός, -ή, -όν) θρύπτω
1. ικανός στο να συντρίβει
2. εύθραυστος
αρχ.
(για ανθρώπους)
1. τρυφηλός, μαλθακός, φιλήδονος
2. σκληρός, αυθάδης.
επίρρ...
θρυπτικώς (Α θρυπτικῶς)
με τρόπο τρυφηλό, με μαλθακότητα.