ἐκδεδιῃτημένως
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
Adv. luxuriously, Poll. 6.185.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de ἐκδιαιτάω muellemente, blandamente Poll.6.185.
German (Pape)
[Seite 756] = θρυπτικῶς, Poll. 6, 185.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδεδιῃτημένως: θρυπτικῶς, Πολυδ. ϛ΄, 185.