ἰατροσοφιστής: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰᾱτροσοφιστής''': -οῦ, ὁ, [[διδάσκαλος]], καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς, Ἐπιφάν. (τ. 1. σ. 627Β, κτλ.), παρ᾿ ᾧ ἀπαντᾷ καὶ τὸ ἐπίθ. ἰατροσοφοστική, (δηλ. [[τέχνη]]), τ. 1. σ. 709C.
|lstext='''ἰᾱτροσοφιστής''': -οῦ, ὁ, [[διδάσκαλος]], καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς, Ἐπιφάν. (τ. 1. σ. 627Β, κτλ.), παρ᾿ ᾧ ἀπαντᾷ καὶ τὸ ἐπίθ. ἰατροσοφοστική, (δηλ. [[τέχνη]]), τ. 1. σ. 709C.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰατροσοφιστής]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[σοφός]] σχετικά με την ιατρική, [[σοφός]] [[γιατρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασκεί την ιατρική με μαγικά [[μέσα]] και μαντεύματα.
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰᾱτροσοφιστής Medium diacritics: ἰατροσοφιστής Low diacritics: ιατροσοφιστής Capitals: ΙΑΤΡΟΣΟΦΙΣΤΗΣ
Transliteration A: iatrosophistḗs Transliteration B: iatrosophistēs Transliteration C: iatrosofistis Beta Code: i)atrosofisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A professor of medicine, Dam. ap. Suid. s.v. Γέσιος.

German (Pape)

[Seite 1234] ὁ, ein Arzneigelehrter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτροσοφιστής: -οῦ, ὁ, διδάσκαλος, καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς, Ἐπιφάν. (τ. 1. σ. 627Β, κτλ.), παρ᾿ ᾧ ἀπαντᾷ καὶ τὸ ἐπίθ. ἰατροσοφοστική, (δηλ. τέχνη), τ. 1. σ. 709C.

Greek Monolingual

ἰατροσοφιστής, ὁ (ΑΜ)
ο σοφός σχετικά με την ιατρική, σοφός γιατρός
αρχ.
αυτός που ασκεί την ιατρική με μαγικά μέσα και μαντεύματα.