ἱκτήρ: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(17) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴκτηρ]], -ος, ὁ (Α)<br />[[ίκτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφίβολος παράλλ. τ. του [[ἴκτερος]]. | |mltxt=[[ἴκτηρ]], -ος, ὁ (Α)<br />[[ίκτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφίβολος παράλλ. τ. του [[ἴκτερος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱκτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ικέτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[Ζεὺς]] [[ἱκτήρ]]»<br />[[Ζευς]] [[προστάτης]] τών ικετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λου</i>-<i>τήρ</i>, <i>μηνυ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,= ἱκέτης,
A a suppliant, S.OT185(lyr.), E.Heracl. 764(lyr.): as Adj., ἱ. κλάδοι S.OT143; θαλλός E.Supp.10. II Ζεὺς ἱκτήρ the protector of the suppliant, A.Supp.479.
German (Pape)
[Seite 1249] ῆρος, ὁ, 1) der Schutzflehende; Soph. O. R. 185; Eur. Heracl. 764; θεῶν 102; ξενικοί Cycl. 370; auch adj., κλάδοι Soph. O. R. 143, wie θαλλός Eur. Suppl. 10. – 2) der den Schutzflehenden Beistand Gewährende, Zeus, Aesch. Suppl. 474.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκτήρ: ῆρος, ὁ, = ἱκέτης, Σοφ. Ο. Τ. 185, Εὐρ. Ἡρακλ. 764· ὡς ἐπίθ., ἱκτ. κλάδοι Σοφ. Ο. Τ. 143· θαλλὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 10. ΙΙ. Ζεὺς ἱκτήρ, ὁ προστάτης τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 479.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 suppliant, suppliante ; adj. de suppliant (rameau);
2 protecteur des suppliants.
Étymologie: R. Ἱκ, venir, v. ἱκνέομαι.
Greek Monolingual
ἴκτηρ, -ος, ὁ (Α)
ίκτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολος παράλλ. τ. του ἴκτερος.
Greek Monolingual
ἱκτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ικέτης
2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ»
Ζευς προστάτης τών ικετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τηρ (πρβλ. λου-τήρ, μηνυ-τήρ)].