ἶνις: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. nom. et acc.</i> ἶνιν;<br /><i>sel. d’autres</i>, [[ἴνις]], ἴνιν (ὁ, ἡ)<br />enfant, fils <i>ou</i> fille.<br />'''Étymologie:''' DELG de *ἔνγνις de [[γίγνομαι]]. | |btext=<i>seul. nom. et acc.</i> ἶνιν;<br /><i>sel. d’autres</i>, [[ἴνις]], ἴνιν (ὁ, ἡ)<br />enfant, fils <i>ou</i> fille.<br />'''Étymologie:''' DELG de *ἔνγνις de [[γίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἶνις]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[γιος]] ή [[θυγατέρα]]<br /><b>2.</b> [[σκύμνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἶνις]] προέρχεται πιθ. από <i>ἔν</i>-<i>γν</i>-<i>ις</i>, με [[τροπή]] του <i>ε</i> σε <i>ι</i> στην Αρκαδοκυπριακή, [[αφομοίωση]] του -<i>γ</i>- και [[έκταση]] σε μακρό <i>ῑ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> τον ίδιο σχηματισμό του [[γίνομαι]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]). Το -<i>γν</i>- του <i>ἔν</i>-<i>γν</i>-<i>ις</i> αποτελεί τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>gn</i>- που εμφανίζουν οι τ. <i>γί</i>-<i>γν</i>-<i>ομαι</i>, <i>νεο</i>-<i>γν</i>-<i>ός</i> κ.ά. Η λ. συνδέεται με το αρχ. ιρλδ. <i>ingen</i> και τον τ. <i>inigena</i> «[[κόρη]]» της [[γραφής]] Ogum της ίδιας γλώσσας]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A son, A.Eu.323, Supp.42, prob. in Id.Ag.717, cf. E.Tr.571, HF354, Lyc.570, Isyll.53 (dub.), Call.Aet.3.1.63, IG12(8). p.vii (Egypt):—fem. ἶνις, ἡ, daughter, E.IA119.—Trag. only in lyr.; Prose only in Cypr. dialect, Inscr.Cypr.101, al.
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ, ἡ, Sohn, Tochter; Aesch. Eum. 313 Suppl. 42. 248; Eur. Tr. 570 Herc. Fur. 354; τὰν σὰν ἶνιν I. A. 119. Die alten Erkl. führen es auf ἴς zurück, ὅ τι οἱ υἱοὶ δύναμίς εἰσι τῶν πατέρων, vgl. Schol. Theocr. 1, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἶνις: ὁ, υἱός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 323, Ἱκέτ. 43, 261. Εὐρ. Τρῳ. 571, Ἡρ. Μαιν. 354· σκύμνος, ἔθρεψε δὲ λέοντος ἶνιν (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Conington ἀντὶ σίνιν τοῦ κώδικος) δόμοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 717· ὡσαύτως ἶνις, ἡ, θυγάτηρ, Εὐρ. Ι. Α. 119. - Μόνον ποιητ. (ὁ Pott παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. sv- einn (juvenis), Ἀγγλιστί swain).
French (Bailly abrégé)
seul. nom. et acc. ἶνιν;
sel. d’autres, ἴνις, ἴνιν (ὁ, ἡ)
enfant, fils ou fille.
Étymologie: DELG de *ἔνγνις de γίγνομαι.
Greek Monolingual
ἶνις, ὁ, ἡ (Α)
1. γιος ή θυγατέρα
2. σκύμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἶνις προέρχεται πιθ. από ἔν-γν-ις, με τροπή του ε σε ι στην Αρκαδοκυπριακή, αφομοίωση του -γ- και έκταση σε μακρό ῑ (πρβλ. τον ίδιο σχηματισμό του γίνομαι < γίγνομαι). Το -γν- του ἔν-γν-ις αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα gn- που εμφανίζουν οι τ. γί-γν-ομαι, νεο-γν-ός κ.ά. Η λ. συνδέεται με το αρχ. ιρλδ. ingen και τον τ. inigena «κόρη» της γραφής Ogum της ίδιας γλώσσας].