ἱπποκάμπιον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_22) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱπποκάμπιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἱππόκαμπος]], Ἐπίχ. 16 Ahr. ΙΙ. [[εἶδος]] ἐνωτίων, Κωμ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ε΄, 97. | |lstext='''ἱπποκάμπιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἱππόκαμπος]], Ἐπίχ. 16 Ahr. ΙΙ. [[εἶδος]] ἐνωτίων, Κωμ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ε΄, 97. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱπποκάμπιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ιππόκαμπος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκουλαρικιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱππόκαμπος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιμάντ</i>-<i>ιον</i>, <i>κεράσ</i>-<i>ιον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of ἱππόκαμπος, Epich.115. II a kind of ear-ring, Poll.5.97.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκάμπιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱππόκαμπος, Ἐπίχ. 16 Ahr. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίων, Κωμ. παρὰ Πολυδ. Ε΄, 97.
Greek Monolingual
ἱπποκάμπιον, τὸ (Α)
1. υποκορ. του ιππόκαμπος
2. είδος σκουλαρικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόκαμπος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ιμάντ-ιον, κεράσ-ιον)].