ἱπποβοσκός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(17) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που [[είναι]] εξωπαράσιτα και απομυζούν το [[αίμα]] θηλαστικών και πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>hippobosca</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hippo</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίππος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>bosca</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -[[βοσκός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]])]. | |mltxt=ο<br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που [[είναι]] εξωπαράσιτα και απομυζούν το [[αίμα]] θηλαστικών και πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>hippobosca</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hippo</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίππος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>bosca</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -[[βοσκός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]])]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱπποβοσκός]], -όν (Α)<br />αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
όν, (βόσκω)
A feeding horses, Ael.NA6.10, Suid., Gloss.
German (Pape)
[Seite 1259] Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποβοσκός: -όν, (βόσκω) ὁ βόσκων ἵππους, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10, Σουΐδ. ἐν λέξει βοτά.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.
Greek Monolingual
ο
γένος δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που είναι εξωπαράσιτα και απομυζούν το αίμα θηλαστικών και πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippobosca < hippo- (πρβλ. ίππος) + -bosca (πρβλ. -βοσκός (< βόσκω)].
Greek Monolingual
ἱπποβοσκός, -όν (Α)
αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.