ἱστάνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
(6_14)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστάνω''': μεταγεν. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ἵστημι]], Ὀρφ. Ἀργ. 904, Ἀθήν. 115F, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 31, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 17: παρατ. ἵστανον (συν-) Πολύβ. 4. 82, 5· (δι-) Ἀππ. Ἰβηρ. 36· πρβλ. [[ὡσαύτως]] ἐφιστάνω. Ὁ [[τύπος]] οὖτος εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸν Λυσ. 25. 3, καὶ τὸν Ἰσαῖον 2. 29, κλ.
|lstext='''ἱστάνω''': μεταγεν. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ἵστημι]], Ὀρφ. Ἀργ. 904, Ἀθήν. 115F, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 31, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 17: παρατ. ἵστανον (συν-) Πολύβ. 4. 82, 5· (δι-) Ἀππ. Ἰβηρ. 36· πρβλ. [[ὡσαύτως]] ἐφιστάνω. Ὁ [[τύπος]] οὖτος εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸν Λυσ. 25. 3, καὶ τὸν Ἰσαῖον 2. 29, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱστάνω]] (Α)<br />[[ίστημι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το απρμφ. <i>ἱστάναι</i> του ενεστ. [[ἵστημι]] δημιουργήθηκε παράλλ. τ. <i>ἱστάνειν</i> και εν συνεχεία υποχωρητικά [[θεματικός]] ενεστ. [[ἱστάνω]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστάνω Medium diacritics: ἱστάνω Low diacritics: ιστάνω Capitals: ΙΣΤΑΝΩ
Transliteration A: histánō Transliteration B: histanō Transliteration C: istano Beta Code: i(sta/nw

English (LSJ)

later collat. form of ἵστημι, first in inf. ἱστάνειν, (ἀνθ-) PPetr.2p.120 (iii B.C.), (καθ-) Michel 1006.22 (Teos, ii B.C.), (συν-) Plb.3.108.4, (ἀποκαθ-) Ascl.Tact.10.9, cf. Dsc.4.43, etc.; cf.

   A ἱστάναι Ἀττικοί, ἱστάνειν Ἕλληνες Moer.200; part. (ἐφ) ιστάνοντες Plb.11.2.5; τὸ ἱστάνον Simp.in Ph.1257.34: ind. ἱστάνει Philistio ap.Ath.3.115e, ἱστάνομεν Ep.Rom.3.31, (παρ) ιστάνουσι Phld.Rh.1.266S., etc.: impf. (συν) ίστανον Plb.4.5.6, (δι-) App.Hisp.36, etc.:—Pass., ἱστανόμενος IG22.1343.26 (i B.C.):—introduced by the copyists into Lys. 25.3, Is.2.29, etc.

German (Pape)

[Seite 1268] Sp. = ἵστημι, stellen.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστάνω: μεταγεν. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἵστημι, Ὀρφ. Ἀργ. 904, Ἀθήν. 115F, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 31, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 17: παρατ. ἵστανον (συν-) Πολύβ. 4. 82, 5· (δι-) Ἀππ. Ἰβηρ. 36· πρβλ. ὡσαύτως ἐφιστάνω. Ὁ τύπος οὖτος εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸν Λυσ. 25. 3, καὶ τὸν Ἰσαῖον 2. 29, κλ.

Greek Monolingual

ἱστάνω (Α)
ίστημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το απρμφ. ἱστάναι του ενεστ. ἵστημι δημιουργήθηκε παράλλ. τ. ἱστάνειν και εν συνεχεία υποχωρητικά θεματικός ενεστ. ἱστάνω.