ἰσχυροπλήκτης: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(6_19) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχῡροπλήκτης''': -ου, ὁ, ἰσχυρῶς πλήττων, Ἡσύχ. ἐν λ. διοπλήκταν. | |lstext='''ἰσχῡροπλήκτης''': -ου, ὁ, ἰσχυρῶς πλήττων, Ἡσύχ. ἐν λ. διοπλήκταν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχυροπλήκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που πλήττει ισχυρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλήκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] / [[πλήττω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wounding severely, gloss on διοπλήκταν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1273] ὁ, stark schlagend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡροπλήκτης: -ου, ὁ, ἰσχυρῶς πλήττων, Ἡσύχ. ἐν λ. διοπλήκταν.
Greek Monolingual
ἰσχυροπλήκτης, ὁ (Α)
αυτός που πλήττει ισχυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + πλήκτης (< πλήσσω / πλήττω)].