καθηλώνω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(18)
(No difference)

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek Monolingual

(AM καθηλῶ, -όω, Α και κατηλῶ)
1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.)
2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο στις θέσεις του» β. «από τη συγκίνηση έμεινε καθηλωμένος πάνω στο βήμα» γ. «καθηλώνω το βλέμμα μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθηλώνω < καθηλῶ (< κατ(α)- + ἡλῶ «καρφώνω» < ἧλος «καρφί»].