καθυπερηφανεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_1) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθυπερηφανεύομαι''': [[γίνομαι]] καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑπερήφανος]], [[ὑβριστικός]], Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο. | |lstext='''καθυπερηφανεύομαι''': [[γίνομαι]] καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑπερήφανος]], [[ὑβριστικός]], Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθυπερηφανεύομαι]] (Μ)<br />(επιτατ. του [[υπερηφανεύομαι]]) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> [[ὑπερηφανεύομαι]] <span style="color: red;"><</span> [[ὑπερήφανος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1289] gegen Einen sich übermüthig betragen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπερηφανεύομαι: γίνομαι καθ’ ὑπερβολὴν ὑπερήφανος, ὑβριστικός, Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.
Greek Monolingual
καθυπερηφανεύομαι (Μ)
(επιτατ. του υπερηφανεύομαι) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερηφανεύομαι < ὑπερήφανος.