καθορίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6_22) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθορίζω''': ὡς καὶ νῦν, «[[ὁρίζω]]» Ἡσύχ. | |lstext='''καθορίζω''': ὡς καὶ νῦν, «[[ὁρίζω]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[καθορίζω]])<br />[[ορίζω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], [[προσδιορίζω]] (α. «[[μόνος]] του θα καθορίσει την [[ημερομηνία]] της συνάντησης» β. «[[καθορίζω]] τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διασαφηνίζω]], [[διευκρινίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>καθορίζομαι</i><br /><b>πάπ.</b> [[εγείρω]] αξιώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁρίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
A determine, τὰς αἰτίας τινός Phld.D.1.14; bound, define, Hsch.:—Med., lay claim to, τόπους Sammelb.5240.9 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1281] reinigen, LXX. u. N. T. begränzen, bestimmen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καθορίζω: ὡς καὶ νῦν, «ὁρίζω» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(Α καθορίζω)
ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία της συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.)
νεοελλ.
διασαφηνίζω, διευκρινίζω
αρχ.
μέσ. καθορίζομαι
πάπ. εγείρω αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁρίζω (< ὅρος)].