κακόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(b)
(18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1302.png Seite 1302]] schlecht beflügelt, Arist. H. A. 9, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1302.png Seite 1302]] schlecht beflügelt, Arist. H. A. 9, 22.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακόπτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («[[εὔπους]] δὲ καὶ [[κακόπτερος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> επίθ. για τη [[Σφίγγα]] ως [[πτηνό]] που προμηνύει [[κακά]], δυσοίωνα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγό</i>-<i>πτερος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>πτερος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόπτερος Medium diacritics: κακόπτερος Low diacritics: κακόπτερος Capitals: ΚΑΚΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kakópteros Transliteration B: kakopteros Transliteration C: kakopteros Beta Code: kako/pteros

English (LSJ)

ον,

   A with bad wings, weak in the wing, opp. εὔπτερος, Arist.HA617b4, al.; of the Sphinx, as a bird of ill omen, Epigr. ap. Sch.E.Ph.50.

German (Pape)

[Seite 1302] schlecht beflügelt, Arist. H. A. 9, 22.

Greek Monolingual

κακόπτερος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.)
2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγό-πτερος, ποικιλό-πτερος].