καλλυντής: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_19) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλυντής''': -οῦ, ὁ, ὁ καλλύνων, «[[κουρεύς]]» Ἡσύχ. | |lstext='''καλλυντής''': -οῦ, ὁ, ὁ καλλύνων, «[[κουρεύς]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ (Α [[καλλυντής]]) [[καλλύνω]]<br />αυτός που καλλύνει, που καλλωπίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[νεωκόρος]]<br /><b>2.</b> ο [[κουρέας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A sweeper, cleaner, esp. in temples, οἱ ἐκ τοῦ ἱεροῦ κ. UPZ8.6 (ii B.C.). II = κουρεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1312] ὁ, der Schönmachende, κουρεύς VLL.
Greek (Liddell-Scott)
καλλυντής: -οῦ, ὁ, ὁ καλλύνων, «κουρεύς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ (Α καλλυντής) καλλύνω
αυτός που καλλύνει, που καλλωπίζει
αρχ.
1. ο νεωκόρος
2. ο κουρέας.