Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάλλαιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> crête de coq;<br /><b>2</b> jabot de coq;<br /><b>3</b> plumes de la queue du coq.<br />'''Étymologie:''' [[κάλλος]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> crête de coq;<br /><b>2</b> jabot de coq;<br /><b>3</b> plumes de la queue du coq.<br />'''Étymologie:''' [[κάλλος]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κάλλαιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[έπαρμα]] του ηθμοειδούς οστού, στο [[μέσον]] του πρόσθιου κρανιακού βόθρου, [[πάνω]] στο οποίο προσφύεται η σκληρή [[μήνιγγα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σαρκώδης]] [[απόφυση]] της κορυφής του κεφαλιού του πετεινού, [[λειρί]], [[λοφίο]]<br /><b>2.</b> το σαρκώδες υπορράμφιο του πετεινού, κν. [[χαρχάλι]]<br /><b>3.</b> τα φτερά της ουράς του πετεινού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κάλλος]], ενώ η [[σύνδεση]] με τους τ. [[καλάινος]], <i>καλῶ</i> δημιουργεί δυσχέρειες].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλαιον Medium diacritics: κάλλαιον Low diacritics: κάλλαιον Capitals: ΚΑΛΛΑΙΟΝ
Transliteration A: kállaion Transliteration B: kallaion Transliteration C: kallaion Beta Code: ka/llaion

English (LSJ)

τό,

   A cock's comb, Arist.HA631b10, 28: pl., κάλλαια, τά, wattles, Ar.Eq.497, Ael.NA5.5, 15.2, Paus.9.23.4.    2 cock's tailfeathers, Ael.Dion.Fr.219.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλαιον: τό, ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλεκτρυόνος σαρκώδης λόφος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 2., 9. 50, 2· ― πληθυντ. κάλλαια, τά, ὁ σαρκώδης αὐτοῦ πώγων, Λατ. palea, Ἀριστοφ. Ἱππ. 497. 2) τὰ οὐραῖα πτερὰ αὐτοῦ, Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1278. 50. ― Ὁ τύπος κάλλεα ὑπῆρχεν ἄλλοτε ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 26., 15. 1· πληθ. κάλλεσιν εὕρηται καὶ νῦν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 263. (Πιθ. ἐκλήθησαν ταῦτα οὕτως ἕνεκα τῶν εὐκόλως μεταβαλλομένων χρωμάτων αὐτῶν, πρβλ. κάλαϊς).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 crête de coq;
2 jabot de coq;
3 plumes de la queue du coq.
Étymologie: κάλλος.

Greek Monolingual

το (AM κάλλαιον)
νεοελλ.
ανατ. έπαρμα του ηθμοειδούς οστού, στο μέσον του πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα
μσν.-αρχ.
1. η σαρκώδης απόφυση της κορυφής του κεφαλιού του πετεινού, λειρί, λοφίο
2. το σαρκώδες υπορράμφιο του πετεινού, κν. χαρχάλι
3. τα φτερά της ουράς του πετεινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κάλλος, ενώ η σύνδεση με τους τ. καλάινος, καλῶ δημιουργεί δυσχέρειες].