κακοφροσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6_9) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοφροσύνη''': ἡ κακὴ [[διάθεσις]], [[δυσμένεια]], Ἑβδ. (Παροιμ. ΙϚ΄,19). II. [[ἀνοησία]], [[μωρία]], Ὀππ. Ἁλ. 3. 363. | |lstext='''κακοφροσύνη''': ἡ κακὴ [[διάθεσις]], [[δυσμένεια]], Ἑβδ. (Παροιμ. ΙϚ΄,19). II. [[ἀνοησία]], [[μωρία]], Ὀππ. Ἁλ. 3. 363. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακοφροσύνη]], ἡ (AM) [[κακόφρων]]<br />[[μωρία]], [[ανοησία]], [[αφροσύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A folly, LXXPr.16.18, Opp.H.3.363 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, Thorheit, Unbesonnenheit, Sp., wie Opp. H. 3, 363.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφροσύνη: ἡ κακὴ διάθεσις, δυσμένεια, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙϚ΄,19). II. ἀνοησία, μωρία, Ὀππ. Ἁλ. 3. 363.
Greek Monolingual
κακοφροσύνη, ἡ (AM) κακόφρων
μωρία, ανοησία, αφροσύνη.