καμαρωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(6_11)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμᾰρωτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., [[θολωτός]], καὶ οἶκοι καμαρωτοὶ πάντες διὰ τὴν ἀξυλίαν Στράβ. 738· ὁ [[μετὰ]] καμαροειδοῦς στέγης, [[σκεπαστός]], Ἀθήν. 139F, 196C.
|lstext='''κᾰμᾰρωτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., [[θολωτός]], καὶ οἶκοι καμαρωτοὶ πάντες διὰ τὴν ἀξυλίαν Στράβ. 738· ὁ [[μετὰ]] καμαροειδοῦς στέγης, [[σκεπαστός]], Ἀθήν. 139F, 196C.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καμαρωτός]], -ή, -όν, Α και [[καμαρωτός]], -όν) [[καμαρώ]]<br />αυτός που έχει [[καμάρα]] ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν [[καμάρα]], [[αψιδωτός]], [[θολωτός]], [[τοξοειδής]] («ψαλιδώμασι καμαρωτοῑς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερήφανος]]<br /><b>2.</b> αυτός που καμαρώνει, που κορδώνεται, ο επιδεικτικά [[υπερήφανος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμαρωτά</i><br /><b>1.</b> (για [[κτίσμα]]) με [[καμάρα]] ή καμάρες<br /><b>2.</b> με [[καμάρι]], με [[έπαρση]], με [[υπερηφάνεια]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμαρωτός Medium diacritics: καμαρωτός Low diacritics: καμαρωτός Capitals: ΚΑΜΑΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kamarōtós Transliteration B: kamarōtos Transliteration C: kamarotos Beta Code: kamarwto/s

English (LSJ)

ή, όν (-ός, όν Erot.

   A s.v. καμμάρῳ), vaulted, arched, Str.16.1.5; στέγη Callix.2; ἅρματα Ath.4.139f.

German (Pape)

[Seite 1316] gewölbt, bedeckt; στέγη Ath. V, 196 c; ἅρμα IV, 139 f; ψαλιδώματα Strab. XVI, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰρωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., θολωτός, καὶ οἶκοι καμαρωτοὶ πάντες διὰ τὴν ἀξυλίαν Στράβ. 738· ὁ μετὰ καμαροειδοῦς στέγης, σκεπαστός, Ἀθήν. 139F, 196C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καμαρωτός, -ή, -όν, Α και καμαρωτός, -όν) καμαρώ
αυτός που έχει καμάρα ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν καμάρα, αψιδωτός, θολωτός, τοξοειδής («ψαλιδώμασι καμαρωτοῑς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», Στράβ.)
νεοελλ.
1. υπερήφανος
2. αυτός που καμαρώνει, που κορδώνεται, ο επιδεικτικά υπερήφανος.
επίρρ...
καμαρωτά
1. (για κτίσμα) με καμάρα ή καμάρες
2. με καμάρι, με έπαρση, με υπερηφάνεια.