κάπος: Difference between revisions
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
(6_23) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάπος''': καὶ [[κάφος]], ὁ, «τὸ [[πνεῦμα]]» Εὐστ. 1280. 34· [[ὡσαύτως]] [[κάπυς]] Ἡσύχ. | |lstext='''κάπος''': καὶ [[κάφος]], ὁ, «τὸ [[πνεῦμα]]» Εὐστ. 1280. 34· [[ὡσαύτως]] [[κάπυς]] Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάπος]] και [[κάπυς]] και [[κάφος]], ὁ (Α)<br />[[πνοή]], [[αναπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καπ</i>-<i>νός</i>)].———————— <b>(II)</b><br />κᾱπος, ὁ (Α)<br />δωρ. τ. του [[κήπος]].———————— <b>(III)</b><br />ο<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής, ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) [[καθένας]] από τους επιστάτες της τάξης οι οποίοι εκτελούσαν και τις εντολές της εξουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>capo</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A breath, Eust.1280.34, Hsch.:—also κάπυς, Id.; κάφος, Eust. l.c. κάπουπλος· ῥάρυγξ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1323] τό, Hauch, Athem, VLL. Vgl. κάπυς u. κάφος. – Aber κᾶπος dor. = κῆπος.
Greek (Liddell-Scott)
κάπος: καὶ κάφος, ὁ, «τὸ πνεῦμα» Εὐστ. 1280. 34· ὡσαύτως κάπυς Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κάπος και κάπυς και κάφος, ὁ (Α)
πνοή, αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καπ- (πρβλ. καπ-νός)].———————— (II)
κᾱπος, ὁ (Α)
δωρ. τ. του κήπος.———————— (III)
ο
1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός
2. (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) καθένας από τους επιστάτες της τάξης οι οποίοι εκτελούσαν και τις εντολές της εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capo].