κάπραινα: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6_10) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάπραινα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κάπρος]], ἀγρία ὗς· μεταφ. [[ἀκόλαστος]], αἰσχρὰ [[γυνή]], Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 3· ὦ σαπρὰ καὶ [[πασιπόρνη]] καὶ [[κάπραινα]] Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλεσι» 2. | |lstext='''κάπραινα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κάπρος]], ἀγρία ὗς· μεταφ. [[ἀκόλαστος]], αἰσχρὰ [[γυνή]], Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 3· ὦ σαπρὰ καὶ [[πασιπόρνη]] καὶ [[κάπραινα]] Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλεσι» 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[κάπραινα]])<br />(θηλ. του [[κάπρος]]) άγρια [[γουρούνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) ακόλαστη, [[ασελγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάπρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αινα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λέ</i>-<i>αινα</i>, <i>λύκ</i>-<i>αινα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of κάπρος,
A wild sow: metaph., lewd woman, Phryn.Com.33, Hermipp. 10: dub. sens. in Lyr. in Philol. 80.334.
German (Pape)
[Seite 1324] ἡ (eigtl. fem. zu κάπρος, die wilde Sau), übertr., Phryn. com. bei Poll. 7, 202, ein geiles Weib; VLL. καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια.
Greek (Liddell-Scott)
κάπραινα: ἡ, θηλ. τοῦ κάπρος, ἀγρία ὗς· μεταφ. ἀκόλαστος, αἰσχρὰ γυνή, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 3· ὦ σαπρὰ καὶ πασιπόρνη καὶ κάπραινα Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλεσι» 2.
Greek Monolingual
η (Α κάπραινα)
(θηλ. του κάπρος) άγρια γουρούνα
αρχ.
(για γυναίκα) ακόλαστη, ασελγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -αινα (πρβλ. λέ-αινα, λύκ-αινα)].