κάρπιον: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_21) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρπιον''': τό, Ἰνδικόν τι [[δένδρον]] [[ὅπερ]] Ἑλληνιστὶ ὀνομάζεται μυρορόδα, Κτησ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 49. 33. | |lstext='''κάρπιον''': τό, Ἰνδικόν τι [[δένδρον]] [[ὅπερ]] Ἑλληνιστὶ ὀνομάζεται μυρορόδα, Κτησ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 49. 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάρπιον]], τὸ (Α)<br />[[ονομασία]] δένδρου της Ινδίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A screw-pine, Pandanus odoratissimus, Ctes.Fr.57.28.
German (Pape)
[Seite 1328] τό, ein indischer Baum, Ctes. bei Phot. bibl. p. 49, 33.
Greek (Liddell-Scott)
κάρπιον: τό, Ἰνδικόν τι δένδρον ὅπερ Ἑλληνιστὶ ὀνομάζεται μυρορόδα, Κτησ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 49. 33.