κάρθρα: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(6_21) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρθρα''': τά, ([[κείρω]]) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70. | |lstext='''κάρθρα''': τά, ([[κείρω]]) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάρθρα]], τὰ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[αμοιβή]], [[μισθός]] [[κουράς]] προβάτων, κουρευτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κείρω]] «[[κουρεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>θρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βά</i>-<i>θρον</i>, <i>έλκη</i>-<i>θρον</i>). Εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. <i>καρ</i>-<i>τός</i>, ο παρακμ. <i>κέ</i>-<i>καρ</i>-<i>μαι</i> κ.λπ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
τά,
A wages for clipping or shearing, Edict.Diocl.7.20; cf. κάρτρα.
Greek (Liddell-Scott)
κάρθρα: τά, (κείρω) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70.
Greek Monolingual
κάρθρα, τὰ (Α)
επιγρ. αμοιβή, μισθός κουράς προβάτων, κουρευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κουρεύω» + κατάλ. -θρον (πρβλ. βά-θρον, έλκη-θρον). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. καρ-τός, ο παρακμ. κέ-καρ-μαι κ.λπ.].