καταληπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_11)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταληπτήρ''': -ῆρος, ὁ, [[ἱμάς]], δι’ οὗ δένομέν τι, Ἡσύχ.· ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, λίθοι μεγάλοι ἀποτελοῦντες τὸ ἀνώτατον τοῦ στυλοβάτου [[μέρος]] ἐφ' ὧν οἱ στῦλοι ἐγείρονται, Ἐπιγρ. Dittenb.
|lstext='''καταληπτήρ''': -ῆρος, ὁ, [[ἱμάς]], δι’ οὗ δένομέν τι, Ἡσύχ.· ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, λίθοι μεγάλοι ἀποτελοῦντες τὸ ἀνώτατον τοῦ στυλοβάτου [[μέρος]] ἐφ' ὧν οἱ στῦλοι ἐγείρονται, Ἐπιγρ. Dittenb.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταληπτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[καταλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> ο [[ιμάντας]] με τον οποίο δένεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο [[μέρος]] του στυλοβάτη [[πάνω]] στους οποίους εγείρονται οι κίονες<br /><b>3.</b> η [[συναρμογή]], ο [[σύνδεσμος]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταληπτήρ Medium diacritics: καταληπτήρ Low diacritics: καταληπτήρ Capitals: ΚΑΤΑΛΗΠΤΗΡ
Transliteration A: katalēptḗr Transliteration B: katalēptēr Transliteration C: kataliptir Beta Code: katalhpth/r

English (LSJ)

ῆρος, ο,

   A strap for holding fast, Hsch. s.v. μαχαιροδέτης.    2 clamp, BCH29.468 (Delos).    3 Archit., top course of stylobate, IG22.1682.11; coping laid on ὀρθοστάται, ib.11(2).287A120 (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1360] ῆρος, ὁ, Riemen zum Anfassen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καταληπτήρ: -ῆρος, ὁ, ἱμάς, δι’ οὗ δένομέν τι, Ἡσύχ.· ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, λίθοι μεγάλοι ἀποτελοῦντες τὸ ἀνώτατον τοῦ στυλοβάτου μέρος ἐφ' ὧν οἱ στῦλοι ἐγείρονται, Ἐπιγρ. Dittenb.

Greek Monolingual

καταληπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) καταλαμβάνω
1. ο ιμάντας με τον οποίο δένεται κάτι
2. αρχιτ. μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο μέρος του στυλοβάτη πάνω στους οποίους εγείρονται οι κίονες
3. η συναρμογή, ο σύνδεσμος.