καταμπέχω: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=couvrir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμπέχω]]. | |btext=couvrir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμπέχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταμπέχω]] και [[καταμπίσχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]], [[περικλείω]] (α. «εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ χθονί», <b>Ευρ.</b><br />β. «μηκάδων [[μέλη]], χλόην καταμπέχοντα», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] («ἐπειρῶντο μὲν τὲν αἴσθησιν άποκρύπτειν τὰ [[κράνη]] καταμπέχοντες», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμπέχω]] / [[ἀμπίσχω]] «[[περιβάλλω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
and κατ-ίσχω,
A encompass, εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ Χθονί, i.e. bury him, E.Hel.853; μηκάδων μέλη, Χλόην καταμπέχοντα full of green herbs, i.e. either fed on grass or stuffed with herbs, Antiph.1; cover, τὰ κράνη -αμπέχοντες Plu.Crass. 11.
German (Pape)
[Seite 1364] (s. ἔχω u. ἀμπέχω), umthun, umgeben, bedecken; Antiphan. bei Ath. III, 112 d; τὰ κράνη Plut. Crass. 11.
Greek (Liddell-Scott)
καταμπέχω: καὶ -ίσχω, περιέχω, περιβάλλω, εὔψυχον ἄνδρα… καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ, δηλ. θάπτουσιν, Εὐρ. Ἑλ. 853· μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα, πλήρη χλόης, δηλ. ἢ τρεφόμενα διὰ τῆς χλόης ἢ παρεγεμισμένα μὲ…, Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκοις» 1· ἄρτους ἰπνὸν καταμπέχοντας, κατέχοντας, πληροῦντας τὸν κλίβανον, ὁ αὐτ. ἐν «Ὀμφ.» 1.
French (Bailly abrégé)
couvrir.
Étymologie: κατά, ἀμπέχω.
Greek Monolingual
καταμπέχω και καταμπίσχω (Α)
1. περιβάλλω, περικλείω (α. «εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ χθονί», Ευρ.
β. «μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα», Αντιφάν.)
2. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπειρῶντο μὲν τὲν αἴσθησιν άποκρύπτειν τὰ κράνη καταμπέχοντες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀμπέχω / ἀμπίσχω «περιβάλλω»].