καταγλαΐζω: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire briller, illuminer ; glorifier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀγλαΐζω]].
|btext=faire briller, illuminer ; glorifier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀγλαΐζω]].
}}
{{grml
|mltxt=καταγλαιζω (AM)<br /><b>παθ.</b> <i>καταγλαΐζομαι</i><br />δοξάζομαι<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κατηγλαϊσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[περίφημος]], [[ξακουστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] υπερβολικά λαμπρό, [[καταλαμπρύνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> ντύνομαι πολύ ωραία, στολίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγλαΐζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] «[[ένδοξος]], [[λαμπρός]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγλᾰΐζω Medium diacritics: καταγλαΐζω Low diacritics: καταγλαΐζω Capitals: ΚΑΤΑΓΛΑΪΖΩ
Transliteration A: kataglaḯzō Transliteration B: kataglaizō Transliteration C: kataglaizo Beta Code: kataglai/+zw

English (LSJ)

   A glorify, AP11.64.8 (Agath.); ναὸν λίθοις J.AJ8.5.2:—Pass., κατηγλαϊσμένοι splendidly attired, Com.Adesp.1275.

German (Pape)

[Seite 1342] verstärktes simpler, Sp., μαρμαρυγῇς κάλλους νᾶμα κατηγλάϊσεν Agath. 24 (XI, 64).

Greek (Liddell-Scott)

καταγλᾰΐζω: ποιῶ τι ἀγλαόν, καταλαμπρύνω, Ἀνθ. Π. 11. 64, κτλ.- Παθ., κατηγλαϊσμένοι, κατακεκοσμημένοι, λαμπρῶς ἐνδεδυμένοι, Κωμ. Ἀνών. 60.

French (Bailly abrégé)

faire briller, illuminer ; glorifier.
Étymologie: κατά, ἀγλαΐζω.

Greek Monolingual

καταγλαιζω (AM)
παθ. καταγλαΐζομαι
δοξάζομαι
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) κατηγλαϊσμένος, -η, -ον
περίφημος, ξακουστός
αρχ.
1. κάνω κάτι υπερβολικά λαμπρό, καταλαμπρύνω
2. παθ. ντύνομαι πολύ ωραία, στολίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγλαΐζω (< ἀγλαός «ένδοξος, λαμπρός»)].