κασσίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(6_14)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κασσίζω''': μέλλ.-ίσω, φαίνομαι ἢ ἔχω τὴν γεῦσιν κασίας, ἢ [[μυρίζω]] ὡς [[κασία]], Διοσκ. 1. 13.
|lstext='''κασσίζω''': μέλλ.-ίσω, φαίνομαι ἢ ἔχω τὴν γεῦσιν κασίας, ἢ [[μυρίζω]] ὡς [[κασία]], Διοσκ. 1. 13.
}}
{{grml
|mltxt=[[κασσίζω]] (Α) [[κασσία]]<br />[[μυρίζω]] ή έχω [[γεύση]] κασσίας.
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κασσίζω Medium diacritics: κασσίζω Low diacritics: κασσίζω Capitals: ΚΑΣΣΙΖΩ
Transliteration A: kassízō Transliteration B: kassizō Transliteration C: kassizo Beta Code: kassi/zw

English (LSJ)

   A look, taste, or smell like cassia, Dsc.1.14.

German (Pape)

[Seite 1333] wie Kassia aussehen od. schmecken, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κασσίζω: μέλλ.-ίσω, φαίνομαι ἢ ἔχω τὴν γεῦσιν κασίας, ἢ μυρίζω ὡς κασία, Διοσκ. 1. 13.

Greek Monolingual

κασσίζω (Α) κασσία
μυρίζω ή έχω γεύση κασσίας.