καταναθεματίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(strοng)
(19)
Line 7: Line 7:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[κατά]] (intensive) and [[ἀναθεματίζω]]; to [[imprecate]]: [[curse]].
|strgr=from [[κατά]] (intensive) and [[ἀναθεματίζω]]; to [[imprecate]]: [[curse]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταναθεματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καταριέμαι]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[διαβεβαιώνω]] κάποιον για την [[αλήθεια]] τών λόγων μου χρησιμοποιώντας κατάρες [[κατά]] του [[εαυτού]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναθεματίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1365] verwünschen, N. T.

French (Bailly abrégé)

anathématiser, maudire ; proférer des imprécations.
Étymologie: κατανάθεμα.

English (Strong)

from κατά (intensive) and ἀναθεματίζω; to imprecate: curse.

Greek Monolingual

καταναθεματίζω (Α)
1. καταριέμαι κάποιον
2. διαβεβαιώνω κάποιον για την αλήθεια τών λόγων μου χρησιμοποιώντας κατάρες κατά του εαυτού μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀναθεματίζω.