καταπεφρονηκότως: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />avec mépris.<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονέω]]. | |btext=<i>adv.</i><br />avec mépris.<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπεφρονηκότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[καταφρόνηση]], περιφρονητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καταπεφρονηκώς</i>, -<i>ότος</i> (μτχ. παρακμ. του <i>καταφρονῶ</i> «[[περιφρονώ]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of καταφρονέω,
A contemptuously, D.17.29, D.S.14.17, etc. II Adv.pf.part. Pass. καταπεφρονημένως,
A despisedly, v.l. for -μένος in Sch.Luc.Ind.10.
German (Pape)
[Seite 1369] adv. zum perf. act. von καταφρονέω, verächtlich; Dem. 17, 29; D. Sic. 14, 17 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
καταπεφρονηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταφρονέω, μετὰ
French (Bailly abrégé)
adv.
avec mépris.
Étymologie: καταφρονέω.
Greek Monolingual
καταπεφρονηκότως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονηκώς, -ότος (μτχ. παρακμ. του καταφρονῶ «περιφρονώ»)].