κατάπλασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπλασμα''': τὸ, ἰατρικὸν [[ὅπερ]] καταπλάσσεται, τὸ ἔμπλαστρον, κ. μετ’ ἀλφίτων Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 4· τὰ καταπλάσματα, ἃ καὶ μαλάγματά τινες καλοῦσιν ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 61, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Ἀριστ. Προβλ. 1, 30, κτλ., πρβλ. [[καταπλαστός]].
|lstext='''κατάπλασμα''': τὸ, ἰατρικὸν [[ὅπερ]] καταπλάσσεται, τὸ ἔμπλαστρον, κ. μετ’ ἀλφίτων Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 4· τὰ καταπλάσματα, ἃ καὶ μαλάγματά τινες καλοῦσιν ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 61, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Ἀριστ. Προβλ. 1, 30, κτλ., πρβλ. [[καταπλαστός]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κατάπλασμα]], Α ιων. τ. [[καταπλαστύς]], ή) [[καταπλάσσω]]<br /><b>ιατρ.</b> θεραπευτικό [[επίθεμα]], [[έμπλαστρο]], [[σκεύασμα]] πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα [[λεπτό]] και διαπερατό στην [[υγρασία]] και ενεργεί θεραπευτικώς ή αναλγητικώς τοποθετούμενο [[πάνω]] σε πάσχον [[σημείο]] του σώματος<br /><b>μσν.</b><br />μαγικό [[κατασκεύασμα]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλασμα Medium diacritics: κατάπλασμα Low diacritics: κατάπλασμα Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΜΑ
Transliteration A: katáplasma Transliteration B: kataplasma Transliteration C: kataplasma Beta Code: kata/plasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A plaster, poultice, Hp.Art.40 (pl.), Ar.Fr.320.12, Arist.Pr.863a6, Thphr.HP9.11.4, Od.59, PLit.Lond. 170 (pl., i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1370] τό, das Aufgestrichene, bes. Salbe, Pflaster, Theophr. u. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλασμα: τὸ, ἰατρικὸν ὅπερ καταπλάσσεται, τὸ ἔμπλαστρον, κ. μετ’ ἀλφίτων Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 4· τὰ καταπλάσματα, ἃ καὶ μαλάγματά τινες καλοῦσιν ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 61, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Ἀριστ. Προβλ. 1, 30, κτλ., πρβλ. καταπλαστός.

Greek Monolingual

το (AM κατάπλασμα, Α ιων. τ. καταπλαστύς, ή) καταπλάσσω
ιατρ. θεραπευτικό επίθεμα, έμπλαστρο, σκεύασμα πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα λεπτό και διαπερατό στην υγρασία και ενεργεί θεραπευτικώς ή αναλγητικώς τοποθετούμενο πάνω σε πάσχον σημείο του σώματος
μσν.
μαγικό κατασκεύασμα.