Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπρίω: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=scier, couper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πρίω]].
|btext=scier, couper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πρίω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπρίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]] με το [[πριόνι]], καταπριονίζω<br /><b>2.</b> [[σχίζω]] εντελώς<br /><b>3.</b> [[τεμαχίζω]], [[κομματιάζω]] με τα δόντια<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπρίομαι</i><br /><b>μτφ.</b> κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη [[θλίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπρίω Medium diacritics: καταπρίω Low diacritics: καταπρίω Capitals: ΚΑΤΑΠΡΙΩ
Transliteration A: katapríō Transliteration B: katapriō Transliteration C: kataprio Beta Code: katapri/w

English (LSJ)

[ῑ],

   A saw up, κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; saw asunder, LXXSu.59.    2 cut or bite into pieces, κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al.283.

German (Pape)

[Seite 1372] (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.

Greek (Liddell-Scott)

καταπρίω: ῑ, καταπριονίζω, σχίζω διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) κατακόπτω ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ κύμινον Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- ὡσαύτως -πρίζω, διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.

French (Bailly abrégé)

scier, couper.
Étymologie: κατά, πρίω.

Greek Monolingual

καταπρίω (Α)
1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω
2. σχίζω εντελώς
3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια
4. παθ. καταπρίομαι
μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρίω «πριονίζω»].