κατασκοπή: Difference between revisions

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />observation : πέμπειν [[εἰς]] κατασκοπήν SOPH, ἐπὶ κατασκοπῇ XÉN envoyer pour observer <i>ou</i> reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκέπτομαι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />observation : πέμπειν [[εἰς]] κατασκοπήν SOPH, ἐπὶ κατασκοπῇ XÉN envoyer pour observer <i>ou</i> reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκέπτομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατασκοπή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[εξέταση]] από [[κοντά]], η [[κατασκόπευση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατασκοπαῑς χρῶμαι» — [[κατασκοπεύω]], [[χρησιμοποιώ]] κατασκόπους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων» — στην [[εξέταση]], την [[καταμέτρηση]] τών περιουσιακών στοιχείων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[σκοπή]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπή]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανα</i>-[[σκοπή]], <i>επι</i>-[[σκοπή]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκοπή Medium diacritics: κατασκοπή Low diacritics: κατασκοπή Capitals: ΚΑΤΑΣΚΟΠΗ
Transliteration A: kataskopḗ Transliteration B: kataskopē Transliteration C: kataskopi Beta Code: kataskoph/

English (LSJ)

ἡ,

   A viewing closely, spying, πέμπειν τινὰ εἰς κατασκοπήν S.Ph.45; μολεῖν εἰς κ. E.Ba.838; ἐπὶ κατασκοπήν X.Cyr.6.2.9, cf. HG1.4.11, Arist.Ath. Fr.4, Plb.3.95.8; ἐπὶ-σκοπῇ τῶν πραγμάτων Aeschin.2.28; κατασκοπῆς ἕνεκα X.An.7.4.13; ἔχειν κ. Plu.Fab.12; κατασκοπαῖς χρωμένους Th.6.34; ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων to inspect the money, ib.46.

German (Pape)

[Seite 1379] ἡ, das Beschauen, Auskundschaften, Erforschen; Soph. Phil. 45; μολεῖν εἰς κατασκοπήν Eur. Bacch. 836; plur., Thuc. 6, 34; οὓς ἐπεπόμφει ἐπὶ κατασκοπῇ Xen. Cyr. 6, 2, 9; οἱ ἐπὶ τὴν κατασκοπὴν ἐκπεμφθέντες Pol. 3, 95, 8; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκοπή: ἡ, ἐκ τοῦ πλησίον ἐξέτασις, κατασκόπευσις, πέμπει τινὰ εἰς κατασκοπὴν Σοφ. Φιλ. 45· ἐς κ. μολεῖν Εὐρ. Βάκχ. 838· ἐπὶ κατασκοπῇ Ξεν. Κύρ. 6. 2, 9, πρβλ. Ἑλλ. 1. 4. 11· ἐπὶ κατασκοπὴν Πολύβ. 3. 95, 8· κατασκοπῆς ἔνεκα Ξεν. Ἀν. 7. 4, 13· ἔχειν κ. (ὅπερ ὁ Ὅμηρ. σκοπιὴν ἔχειν, ἀντὶ τοῦ σκοπιάζειν, σκοπιωρεῖσθαι, κατασκέπτασθαι), οὐ δι’ ἀγγέλων, ἀλλ’ αὐτὸς κ. ἔχων πρὸ τοῦ χάρακος Πλουτ. Φάβ. 12· κατασκοπαῖς χρῆσθαι, κατασκοπεύειν, Θουκ. 6. 34· ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων, εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν, ἐξέτασιν τῶν χρημάτων, αὐτόθι 46· κ. τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 31. 42.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
observation : πέμπειν εἰς κατασκοπήν SOPH, ἐπὶ κατασκοπῇ XÉN envoyer pour observer ou reconnaître.
Étymologie: κατασκέπτομαι.

Greek Monolingual

κατασκοπή, ἡ (Α)
1. η εξέταση από κοντά, η κατασκόπευση
2. φρ. «κατασκοπαῑς χρῶμαι» — κατασκοπεύω, χρησιμοποιώ κατασκόπους
3. φρ. «ἐς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων» — στην εξέταση, την καταμέτρηση τών περιουσιακών στοιχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκοπή (< σκοπή < σκέπτομαι, πρβλ. ανα-σκοπή, επι-σκοπή.