κατασταλάζω: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_2) |
(19) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασταλάζω''': [[καταστάζω]], κατασταλάζεσθαι μύροις στακτοῖς Εὐστ. Πονημάτ. σ. 68, 44. | |lstext='''κατασταλάζω''': [[καταστάζω]], κατασταλάζεσθαι μύροις στακτοῖς Εὐστ. Πονημάτ. σ. 68, 44. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Μ [[κατασταλάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθομαι]], [[κατεβαίνω]] στον πυθμένα<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[διαυγής]], [[λαγαρίζω]], [[ξαστερώνω]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] («[[χωρίς]] να κατασταλάξει το [[ξεφάντωμα]] στην [[κουβέντα]] και στο [[τραγούδι]]», Παλαμ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[πέφτω]] [[κατά]] σταγόνες. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:22, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1381] (s. σταλάζω), = καταστάζω, Sp., wie Eumath.
Greek (Liddell-Scott)
κατασταλάζω: καταστάζω, κατασταλάζεσθαι μύροις στακτοῖς Εὐστ. Πονημάτ. σ. 68, 44.
Greek Monolingual
(Μ κατασταλάζω)
νεοελλ.
1. κατακάθομαι, κατεβαίνω στον πυθμένα
2. γίνομαι διαυγής, λαγαρίζω, ξαστερώνω
3. καταλήγω («χωρίς να κατασταλάξει το ξεφάντωμα στην κουβέντα και στο τραγούδι», Παλαμ.)
μσν.
πέφτω κατά σταγόνες.