κατακάθομαι
From LSJ
ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies
Greek Monolingual
και κατακάθημαι και κατακάθουμαι
1. κατέρχομαι λόγω του βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί, κάθομαι στον πάτο, στον βυθό
2. (για έδαφος, κτίσματα κ.λπ.) καθιζάνω, υποχωρώ υπό το βάρος μου, κατακαθίζω, βουλιάζω
3. (για υγρά) κατασταλάζω
4. μτφ. καταλαγιάζω, ηρεμώ.