καταφαυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=rendre mauvais <i>ou</i> méprisable, déprécier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φαυλίζω]].
|btext=rendre mauvais <i>ou</i> méprisable, déprécier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φαυλίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταφαυλίζω]] (Α)<br />[[χαρακτηρίζω]] [[κάτι]] ως ευτελές, ασήμαντο, [[καταφρονώ]], [[μιλώ]] περιφρονητικά για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φαυλίζω]] «[[θεωρώ]] [[κάτι]] ευτελές, [[υποτιμώ]]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφαυλίζω Medium diacritics: καταφαυλίζω Low diacritics: καταφαυλίζω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kataphaulízō Transliteration B: kataphaulizō Transliteration C: katafavlizo Beta Code: katafauli/zw

English (LSJ)

   A depreciate, Plu.Alex.28.

Greek (Liddell-Scott)

καταφαυλίζω: φαῦλον εὐτελές, ποταπὸν λέγω τι, καταφρονῶ, ὑποτιμῶ, καταφαυλίζων μου τὸ δεῖπνον Πλουτ. Ἀλέξ. 28, Εὐμάθ. 445.

French (Bailly abrégé)

rendre mauvais ou méprisable, déprécier.
Étymologie: κατά, φαυλίζω.

Greek Monolingual

καταφαυλίζω (Α)
χαρακτηρίζω κάτι ως ευτελές, ασήμαντο, καταφρονώ, μιλώ περιφρονητικά για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαυλίζω «θεωρώ κάτι ευτελές, υποτιμώ].