κατέναντα: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατέναντα''': Ἐπίρρ.,= τῷ ἑπομ., [[μετὰ]] γεν., Κυδίας παρὰ Πλάτ. Χαρμ. 155D, Κόϊντ Σμ. 1. 552, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κατέναντι, Ἑβδ. (Ἔξ. ιθ´. 2, κτλ.), καὶ Καιν. Διαθ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2905D. 13. | |lstext='''κατέναντα''': Ἐπίρρ.,= τῷ ἑπομ., [[μετὰ]] γεν., Κυδίας παρὰ Πλάτ. Χαρμ. 155D, Κόϊντ Σμ. 1. 552, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κατέναντι, Ἑβδ. (Ἔξ. ιθ´. 2, κτλ.), καὶ Καιν. Διαθ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2905D. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατέναντα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ακριβώς [[απέναντι]], [[καταντικρύ]]<br /><b>2.</b> [[εναντίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔν</i>-<i>αντα</i> «[[απέναντι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A over against, opposite, c. gen., Cydias 1, Pancrat. Oxy.1085.24, Q.S.1.552, Man.3.176: c. dat., Id.6.277: abs., Id.3.132:—also κατ-έναντι LXX Ex.19.2; πύλη ἡ κ. ib.Ez.11.1; κώμη ἡ κ. ὑμῶν Ev.Marc.11.2, cf. UPZ79.11 (ii B.C.), Inscr.Prien.37.170 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1395] entgegen, gegenüber, sp. D. oft, Qu. Sm. 1, 552 Han. 3, 132.
Greek (Liddell-Scott)
κατέναντα: Ἐπίρρ.,= τῷ ἑπομ., μετὰ γεν., Κυδίας παρὰ Πλάτ. Χαρμ. 155D, Κόϊντ Σμ. 1. 552, κτλ.· ὡσαύτως κατέναντι, Ἑβδ. (Ἔξ. ιθ´. 2, κτλ.), καὶ Καιν. Διαθ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2905D. 13.
Greek Monolingual
κατέναντα (Α)
επίρρ.
1. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ
2. εναντίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔν-αντα «απέναντι»].