κατέναντα
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
Adv. over against, opposite, c. gen., Cydias 1, Pancrat. Oxy.1085.24, Q.S.1.552, Man.3.176: c. dat., Id.6.277: abs., Id.3.132:—also κατέναντι LXX Ex.19.2; πύλη ἡ κ. ib.Ez.11.1; κώμη ἡ κ. ὑμῶν Ev.Marc.11.2, cf. UPZ79.11 (ii B.C.), Inscr.Prien.37.170 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1395] entgegen, gegenüber, sp. D. oft, Qu. Sm. 1, 552 Han. 3, 132.
Russian (Dvoretsky)
κατέναντᾰ: и κατέναντῐ praep. cum gen. прямо навстречу, (на)против, лицом к лицу (λέοντος κ. ἐλθεῖν Cydias ap. Plat.; ἡ κώμη ἡ κ. ὑμῶν NT).
Greek (Liddell-Scott)
κατέναντα: Ἐπίρρ.,= τῷ ἑπομ., μετὰ γεν., Κυδίας παρὰ Πλάτ. Χαρμ. 155D, Κόϊντ Σμ. 1. 552, κτλ.· ὡσαύτως κατέναντι, Ἑβδ. (Ἔξ. ιθ´. 2, κτλ.), καὶ Καιν. Διαθ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2905D. 13.
Greek Monolingual
κατέναντα (Α)
επίρρ.
1. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ
2. εναντίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔν-αντα «απέναντι»].