κατέναντα

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέναντα Medium diacritics: κατέναντα Low diacritics: κατέναντα Capitals: ΚΑΤΕΝΑΝΤΑ
Transliteration A: katénanta Transliteration B: katenanta Transliteration C: katenanta Beta Code: kate/nanta

English (LSJ)

Adv. over against, opposite, c. gen., Cydias 1, Pancrat. Oxy.1085.24, Q.S.1.552, Man.3.176: c. dat., Id.6.277: abs., Id.3.132:—also κατέναντι LXX Ex.19.2; πύλη ἡ κ. ib.Ez.11.1; κώμη ἡ κ. ὑμῶν Ev.Marc.11.2, cf. UPZ79.11 (ii B.C.), Inscr.Prien.37.170 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1395] entgegen, gegenüber, sp. D. oft, Qu. Sm. 1, 552 Han. 3, 132.

Russian (Dvoretsky)

κατέναντᾰ: и κατέναντῐ praep. cum gen. прямо навстречу, (на)против, лицом к лицу (λέοντος κ. ἐλθεῖν Cydias ap. Plat.; ἡ κώμη ἡ κ. ὑμῶν NT).

Greek (Liddell-Scott)

κατέναντα: Ἐπίρρ.,= τῷ ἑπομ., μετὰ γεν., Κυδίας παρὰ Πλάτ. Χαρμ. 155D, Κόϊντ Σμ. 1. 552, κτλ.· ὡσαύτως κατέναντι, Ἑβδ. (Ἔξ. ιθ´. 2, κτλ.), καὶ Καιν. Διαθ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2905D. 13.

Greek Monolingual

κατέναντα (Α)
επίρρ.
1. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ
2. εναντίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔν-αντα «απέναντι»].