καυκαλίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(6_12)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυκᾰλίς''': -ίδος, ἡ, «καυκαλήθρα» ἢ «καυκαλίδα», [[εἶδος]] ἀγρίου λαχάνου, ὁμοίου τῷ ἀγρίῳ σελίνῳ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 1, Διοσκ. 2. 169, Νικ. Θηρ. 843·- παρ’ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] καυκιάλης, ου, ὁ.
|lstext='''καυκᾰλίς''': -ίδος, ἡ, «καυκαλήθρα» ἢ «καυκαλίδα», [[εἶδος]] ἀγρίου λαχάνου, ὁμοίου τῷ ἀγρίῳ σελίνῳ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 1, Διοσκ. 2. 169, Νικ. Θηρ. 843·- παρ’ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] καυκιάλης, ου, ὁ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καυκαλίς]], -[[ίδος]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[καυκαλίδα]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυκᾰλίς Medium diacritics: καυκαλίς Low diacritics: καυκαλίς Capitals: ΚΑΥΚΑΛΙΣ
Transliteration A: kaukalís Transliteration B: kaukalis Transliteration C: kafkalis Beta Code: kaukali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, an umbelliferous plant,

   A Tordylium apulum, Thphr.HP7.7.1, Nic.Th.843 (pl.), Dsc.2.139, Gp.12.32.1, prob. in Numen. ap. Ath.9.371c; cf. καυσαλίς and καυκιάλης.

German (Pape)

[Seite 1407] ίδος, ἡ, eine doldenartige Gartenpflanze; Nic. Th. 843; Ath. IX, 371 d.

Greek (Liddell-Scott)

καυκᾰλίς: -ίδος, ἡ, «καυκαλήθρα» ἢ «καυκαλίδα», εἶδος ἀγρίου λαχάνου, ὁμοίου τῷ ἀγρίῳ σελίνῳ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 1, Διοσκ. 2. 169, Νικ. Θηρ. 843·- παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως καυκιάλης, ου, ὁ.

Greek Monolingual

καυκαλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. καυκαλίδα.