καυματηρός: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(6_4) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυμᾰτηρός''': -ά, -όν, ὁ [[καῦμα]] προξενῶν, [[θερμός]], καίων (πρβλ. [[καυματώδης]]), ἡ κατὰ Πέρσας [[θάλασσα]] [[ἔπομβρος]] ἅμα καὶ καυματηρὰ Στράβ. 767. | |lstext='''καυμᾰτηρός''': -ά, -όν, ὁ [[καῦμα]] προξενῶν, [[θερμός]], καίων (πρβλ. [[καυματώδης]]), ἡ κατὰ Πέρσας [[θάλασσα]] [[ἔπομβρος]] ἅμα καὶ καυματηρὰ Στράβ. 767. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καυματηρός]], -ά, -όν (Α) [[καύμα]]<br />ο πολύ [[θερμός]], ο πολύ [[ζεστός]] («[[δυσάερος]] οὖσα καὶ [[ὁμιχλώδης]] καὶ [[ἔπομβρος]] ἅμα καὶ καυματηρά», <b>Στράβ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A very hot, Str.16.4.1.
German (Pape)
[Seite 1408] brennend heiß, Strab. XVI. 767, θάλαττα.
Greek (Liddell-Scott)
καυμᾰτηρός: -ά, -όν, ὁ καῦμα προξενῶν, θερμός, καίων (πρβλ. καυματώδης), ἡ κατὰ Πέρσας θάλασσα ἔπομβρος ἅμα καὶ καυματηρὰ Στράβ. 767.
Greek Monolingual
καυματηρός, -ά, -όν (Α) καύμα
ο πολύ θερμός, ο πολύ ζεστός («δυσάερος οὖσα καὶ ὁμιχλώδης καὶ ἔπομβρος ἅμα καὶ καυματηρά», Στράβ.).