καψικός: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(7) |
(20) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kayiko/s | |Beta Code=kayiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">like a box</b>, κάρνον <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>241.7</span> (iii A.D.).</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">like a box</b>, κάρνον <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>241.7</span> (iii A.D.).</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό 1. αυτός που μοιάζει με [[κάψα]], με [[θήκη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καψικό</i><br />α) το [[φυτό]] [[πιπεριά]]<br />β) το σφοδρό [[ψύχος]] που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η [[παγωνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (I). Με τη σημ. 2. <span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (II)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A like a box, κάρνον PFlor.241.7 (iii A.D.).
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. αυτός που μοιάζει με κάψα, με θήκη
2. το ουδ. ως ουσ. το καψικό
α) το φυτό πιπεριά
β) το σφοδρό ψύχος που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η παγωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κάψα (I). Με τη σημ. 2. < κάψα (II)].