κεντροβαρής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_7) |
(20) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεντροβᾰρής''': -ές, ([[κέντρον]] 6) βαρύνων πρὸς τὸ [[κέντρον]]· τὰ κεντροβαρικὰ, [[πραγματεία]] τοῦ Ἀρχιμήδους περὶ τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος˙ ἡ κεντροβαρική, ἡ [[θεωρία]] τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 168. | |lstext='''κεντροβᾰρής''': -ές, ([[κέντρον]] 6) βαρύνων πρὸς τὸ [[κέντρον]]· τὰ κεντροβαρικὰ, [[πραγματεία]] τοῦ Ἀρχιμήδους περὶ τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος˙ ἡ κεντροβαρική, ἡ [[θεωρία]] τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 168. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Μ [[κεντροβαρής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[διεύθυνση]] [[προς]] το [[κέντρο]] βάρους ενός σώματος («[[κεντροβαρής]] [[άξονας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που το [[κέντρο]] βάρους του βρίσκεται στη [[μέση]] («κεντροβαρές [[σώμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρη</i>-<i>βαρής</i>, <i>οινο</i>-<i>βαρής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1418] ές, nach dem Mittelpunkt durch seine Schwere strebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεντροβᾰρής: -ές, (κέντρον 6) βαρύνων πρὸς τὸ κέντρον· τὰ κεντροβαρικὰ, πραγματεία τοῦ Ἀρχιμήδους περὶ τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος˙ ἡ κεντροβαρική, ἡ θεωρία τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 168.
Greek Monolingual
-ές (Μ κεντροβαρής, -ές)
αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο βάρους ενός σώματος («κεντροβαρής άξονας»)
νεοελλ.
αυτός που το κέντρο βάρους του βρίσκεται στη μέση («κεντροβαρές σώμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + -βαρής (< βάρος), πρβλ. καρη-βαρής, οινο-βαρής].