κέμων: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(6_14)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέμων''': ὁ, [[ἑτερόφθαλμος]], Ἡσύχ., πρβλ. [[κελλός]].
|lstext='''κέμων''': ὁ, [[ἑτερόφθαλμος]], Ἡσύχ., πρβλ. [[κελλός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κέμων]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ετερόφθαλμος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. ενός τ. <i>κέλλων</i> (<b>βλ. λ.</b> [[κελλάς]])].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κέμων: ὁ, ἑτερόφθαλμος, Ἡσύχ., πρβλ. κελλός.

Greek Monolingual

κέμων, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ετερόφθαλμος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. ενός τ. κέλλων (βλ. λ. κελλάς)].