κερατουργός: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾱτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[κερατοξόος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμολ. 505. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κερατουργός]]· ὁ ταῖς κιθάραις κέρατα ποιῶν».
|lstext='''κερᾱτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[κερατοξόος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμολ. 505. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κερατουργός]]· ὁ ταῖς κιθάραις κέρατα ποιῶν».
}}
{{grml
|mltxt=[[κερατουργός]], -όν (Α)<br />[[κεραοξόος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτουργός Medium diacritics: κερατουργός Low diacritics: κερατουργός Capitals: ΚΕΡΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: keratourgós Transliteration B: keratourgos Transliteration C: keratourgos Beta Code: keratourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A = κεραοξόος, Sch.D Il.4.110, EM505.11.

German (Pape)

[Seite 1422] = κερατογλύφος, Schol. Il. 4, 110.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτουργός: -όν, (*ἔργω) = κερατοξόος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμολ. 505. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κερατουργός· ὁ ταῖς κιθάραις κέρατα ποιῶν».

Greek Monolingual

κερατουργός, -όν (Α)
κεραοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -ουργός].