κηροπλάστης: Difference between revisions

From LSJ

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />modeleur en cire ; qui forme <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[πλάσσω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />modeleur en cire ; qui forme <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[πλάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κηροπλάστης]])<br />αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από [[κερί]] («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά<br /><b>2.</b> <b>(εντομ.)</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας coccidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μυθο</i>-[[πλάστης]], <i>τριχο</i>-[[πλάστης]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροπλάστης Medium diacritics: κηροπλάστης Low diacritics: κηροπλάστης Capitals: ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kēroplástēs Transliteration B: kēroplastēs Transliteration C: kiroplastis Beta Code: khropla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A modeller in wax: modeller, Pl.Ti.74c, Ptol.Tetr.180.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, der Wachsbildner, Wachsbossirer; Plat. Tim. 47 c; Plut. de superst. 6.

Greek (Liddell-Scott)

κηροπλάστης: -ου, ὁ, ὁ πλάσσων ἐκ κηροῦ ὁμοιώματα θεῶν ἢ ἀνθρώπων κλ., Πλάτ. Τίμ. 74C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
modeleur en cire ; qui forme en gén.
Étymologie: κηρός, πλάσσω.

Greek Monolingual

ο (Α κηροπλάστης)
αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από κερί («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῡσι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά
2. (εντομ.) γένος εντόμων της οικογένειας coccidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. μυθο-πλάστης, τριχο-πλάστης.