κίκκασος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_4) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίκκασος''': «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων· καὶ βόλου [[ὄνομα]]» (δηλ. κυβευτικοῦ βόλου) Ἡσύχ., ἴδε [[κίγκασος]]. | |lstext='''κίκκασος''': «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων· καὶ βόλου [[ὄνομα]]» (δηλ. κυβευτικοῦ βόλου) Ἡσύχ., ἴδε [[κίγκασος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κίκκασος]] (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀβολοῡ [[ὄνομα]]»<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» — ο [[δύσοσμος]] [[ιδρώτας]] από την εσωτερική [[πλευρά]] τών μηρών<br />β) «βόλου [[ὄνομα]]» — [[ονομασία]] ζαριάς, [[τεχνικός]] όρος της κυβευτικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]] του Φωτίου, η λ. [[πρέπει]] να συνδέεται με τον τ. <i>κίκκαδος</i>, ενώ, [[κατά]] τη σημ. που δίνει ο <b>Ησύχ.</b> «βόλου όνομα», η λ. [[είναι]] πιθ. συνώνυμη του τ. [[κίγκασος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ὀβολοῦ ὄνομα, Phot.; but ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων, καὶ βόλου ὄνομα, Hsch.; cf. κίγκασος. κίκκη· συνουσία, κτλ., Id. κικκίδαι· μινδῶνς... Id. κικκιλόνδις· παιδὸς ἀφόδευμα, Id. κικκός· ἀλεκτρυών, κλέπτης, διαχώρησις, Id.
German (Pape)
[Seite 1438] ὁ, ein Wurf im Würfelspiel, Phot.; bei Hesych. κίγκασος.
Greek (Liddell-Scott)
κίκκασος: «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων· καὶ βόλου ὄνομα» (δηλ. κυβευτικοῦ βόλου) Ἡσύχ., ἴδε κίγκασος.
Greek Monolingual
κίκκασος (Α)
1. (κατά τον Φώτ.) «ὀβολοῡ ὄνομα»
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» — ο δύσοσμος ιδρώτας από την εσωτερική πλευρά τών μηρών
β) «βόλου ὄνομα» — ονομασία ζαριάς, τεχνικός όρος της κυβευτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Φωτίου, η λ. πρέπει να συνδέεται με τον τ. κίκκαδος, ενώ, κατά τη σημ. που δίνει ο Ησύχ. «βόλου όνομα», η λ. είναι πιθ. συνώνυμη του τ. κίγκασος].