κληρονόμημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />héritage.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονομέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />héritage.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονομέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[κληρονόμημα]]) [[κληρονομώ]]<br />η [[κληρονομία]], αυτό που κληρονομεί [[κάποιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A inheritance, Luc.Tyr.6.
German (Pape)
[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.
Greek Monolingual
το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.